Reference Guide

Γλωσσάρι
391
UPS — uninterruptible power supply (αδιάλειπτη παροχή ενέργειας) — Μια εφεδρική
πηγή τροφοδοσίας που χρησιμοποιείται όταν η ηλεκτρική ισχύς αποτύχει ή πέσει σε μη
αποδεκτή τιμή. Το UPS διατηρεί τον υπολογιστή σε λειτουργία για περιορισμένο χρονικό
διάστημα όταν δεν υπάρχει ηλεκτρική ισχύς. Τα συστήματα UPS παρέχουν συνήθως
καταστολή υπερτάσεων και ενδέχεται να παρέχουν επίσης ρύθμιση της τάσης. Τα
μικρά
συστήματα UPS παρέχουν ισχύ μπαταρίας για μερικά λεπτά ώστε να μπορέσετε να
τερματίσετε τη λειτουργία του υπολογιστή σας.
USB — universal serial bus (ενιαίος σειριακός δίαυλος) — Μια διασύνδεση υλικού για
χαμηλής ταχύτητας συσκευή όπως πληκτρολόγιο, ποντίκι, χειριστήριο, σαρωτής, σετ
ηχείων, εκτυπωτής, ευρυζωνικές συσκευές (DSL και καλωδιακά μόντεμ), συσκευές
απεικόνισης ή συσκευές αποθήκευσης που είναι συμβατές
με USB. Οι συσκευές
συνδέονται απευθείας σε υποδοχή 4 ακίδων του υπολογιστή σας ή σε κάποιον διανομέα
πολλαπλών θυρών που συνδέεται στον υπολογιστή σας. Οι συσκευές USB μπορούν να
συνδεθούν και να αποσυνδεθούν ενώ ο υπολογιστής είναι σε λειτουργία και μπορούν
επίσης να είναι αλυσιδωτά συνδεδεμένες (daisy-chained) μαζί.
UTP — unshielded twisted pair (αθωράκιστο καλώδιο συνεστραμμένου ζεύγους) —
Περιγράφει έναν
τύπο καλωδίου που χρησιμοποιείται στα περισσότερα τηλεφωνικά
δίκτυα και σε ορισμένα δίκτυα υπολογιστών. Ζεύγη αθωράκιστων καλωδίων
συστρέφονται για να είναι προστατευμένα από ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή, αντί να
βασίζονται σε μεταλλικό περίβλημα καλωδίου γύρω από το κάθε ζεύγος των καλωδίων
για να είναι προστατευμένα από ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή.
UXGA — ultra extended graphics array — Πρότυπο βίντεο για κάρτες
γραφικών και
ελεγκτές, που υποστηρίζει αναλύσεις μέχρι και 1600 x 1200.
V
V — volt — Η μονάδα του ηλεκτρικού δυναμικού ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης. 1 V
είναι η διαφορά δυναμικού κατά μήκος μιας αντίστασης 1ohm όταν στη συγκεκριμένη
αντίσταση ρέει ηλεκτρικό ρεύμα με ένταση 1 ampere.
W
W — watt — Η μονάδα της ηλεκτρικής ισχύος. 1 W είναι η ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος
1 ampere που ρέει σε διαφορά δυναμικού 1 volt.
WHr — watt-hour (βαττώρα) — Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται συνήθως για
να περιγράψει κατά προσέγγιση, τη χωρητικότητα μιας μπαταρίας. Για παράδειγμα, μια
μπαταρία 66-WHr μπορεί να παρέχει ισχύ 66 W για 1 ώρα ή 33 W για 2 ώρες.
WLAN — wireless local area network (ασύρματο τοπικό δίκτυο. Μια
σειρά
αλληλοσυνδεόμενων υπολογιστών που επικοινωνούν μεταξύ τους δια μέσου των
κυμάτων αέρος χρησιμοποιώντας σημεία πρόσβασης ή ασύρματους δρομολογητές για να
παρέχουν πρόσβαση στο Internet.